βωλοστροφώ

βωλοστροφώ
βωλοστροφῶ (-έω) (Μ)
αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -στροφώ < -στρόφος < στρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βωλοστροφῶ — βωλοστροφέω turn up clods in ploughing pres subj act 1st sg (attic epic doric) βωλοστροφέω turn up clods in ploughing pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

  • διβολώ — διβολῶ ( έω) (Α) [δίβολος] βωλοστροφώ, δευτερώνω …   Dictionary of Greek

  • ευβωλοστρόφητος — εὐβωλοστρόφητος, ον (Α) αυτός που οργώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βωλοστροφώ «κάνω σβώλους οργώνοντας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”